- ἀκόσμῳ
- ἄκοσμοςdisorderlymasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακοσμώ — ἀκοσμῶ ( έω) (Α) [ἄκοσμος] 1. είμαι άτακτος, ατίθασος, δεν υπακούω 2. διαπράττω αδίκημα ή αμάρτημα, παρεκτρέπομαι … Dictionary of Greek
некрасьныи — (7*) пр. Некрасивый; безобразный: ѿвьрзеныма же ковьчегома. злыи смрадъ повѣ˫а иж нею. и некрасна˫а видѣна бы(с) видь. ПрЛ XIII, 70а; но ˫ако же м҃ти. аще имать с҃на некрасна. не гнушаеть(с) его. (ἄμορφоν) ПНЧ XIV, 108а; а иже в простыхъ ходѧще … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άκοσμος — η, ο (Α ἄκοσμος, ον) απρεπής, ανάρμοστος αρχ. 1. άτακτος, ακατάστατος 2. αστόλιστος 3. άσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόσμος. ΠΑΡ. ακοσμία αρχ. ἀκοσμήεις, ἀκοσμῶ] … Dictionary of Greek